Λέξη: φάρμακο

Σχετικές λέξεις: φάρμακο

φάρμακο για τον πονόλαιμο, φάρμακο για άφθες, φάρμακο για μελίγκρα, φάρμακο για την διάρροια, φάρμακο κατά της πρόωρης εκσπερμάτωσης, φάρμακο για το στομάχι, φάρμακο για το βήχα, φάρμακο librax, φάρμακο για δυσκοιλιότητα, φάρμακο για την αλλεργια

Συνώνυμα: φάρμακο

ναρκωτικό, θεραπεία, ιατρική, ιατρικό

Μεταφράσεις: φάρμακο

φάρμακο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
medicine, drug, medication, medicament, remedy

φάρμακο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medicina, medicamento, droga, la medicina, medicamentos, medicinas

φάρμακο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilkunde, arznei, heilkunst, medikament, medizin, Medizin, Medikament, Arzneimittel, der Medizin

φάρμακο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médicament, médecine, officinal, potion, remède, la médecine, médicaments

φάρμακο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
medicina, farmaco, medicinale, la medicina, medicine

φάρμακο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medicina, médico, remédio, medicamento, a medicina, medicamentos

φάρμακο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medicijn, artsenij, geneeskunde, geneesmiddel, medicijnen, de geneeskunde

φάρμακο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лекарство, магия, медицина, талисман, препарат, амулет, медицины, медицине, Medicine

φάρμακο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
medisin, legemidlet, medisinen, legemiddel

φάρμακο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medikament, medicin, läkemedel, medicinen, läkemedlet

φάρμακο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mömmö, rohto, lääke, lääketiede, lääketieteen, lääkkeen, lääkettä

φάρμακο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lægevidenskab, medicin, lægemiddel, medicinen, lægemidlet

φάρμακο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
medicína, lékařství, lék, přípravek, léčivý přípravek

φάρμακο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lek, lekarstwo, medycyna, medykament, medycyny, lekiem

φάρμακο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boszorkányság, orvostan, orvostudomány, belgyógyászat, gyógyszer, gyógyszert, a gyógyszert, orvoslás

φάρμακο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hekimlik, ilaç, derman, tıp, Medicine, tıbbı, Hekimlik

φάρμακο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цілющий, медицина

φάρμακο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjekësi, ilaç, mjekësisë, mjekësia, ilaçi

φάρμακο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
медицина, лекарство, медицината, лекарства

φάρμακο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
медыцына, мэдыцына

φάρμακο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ravim, meditsiin, ravimi, ravimit, meditsiini

φάρμακο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
medicinu, amajlija, lijek, dati, bajanje, medicina, medicine, medicini

φάρμακο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyf, lyfið, lyfi, læknisfræði, lyf sem

φάρμακο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medicina, vaistas, medicinos, Medicine

φάρμακο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zāles, medikaments, medicīna, medicīnas, zāļu

φάρμακο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
медицина, медицината, лекови, лек

φάρμακο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
doctorie, medicină, medicament, medicina, medicamente, medicinei

φάρμακο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
medicína, zdravilo, medicine, medicina, zdravila

φάρμακο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
medicína, lekárstvo, lekárstva, medicíny, lekárstve

Στατιστικά δημοτικότητας: φάρμακο

Τυχαίες λέξεις