Γεωφυσική στα ολλανδικά
Μετάφραση: γεωφυσική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geofysica, de geofysica, geofysische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεωφυσική
εφαρμοσμένη γεωφυσική, γεωφυσική έρευνα, γεωφυσική μελέτη, γεωφυσική διασκόπηση, γεωφυσική απθ, γεωφυσική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεωφυσική στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γεωλόγος στα ολλανδικά - geoloog, geologist, de geoloog, geologen
- γεωργία στα ολλανδικά - landbouwkunde, akkerbouw, agronomie, agricultuur, landbouw, de landbouw, landbouwmachines, ...
- γεύμα στα ολλανδικά - bloem, eten, maaltijd, griesmeel, meel, een maaltijd, van een maaltijd
- γεύομαι στα ολλανδικά - staaltje, smaken, voorkeur, proef, proefstuk, monster, specimen, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεωφυσική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geofysica, de geofysica, geofysische
Μεταφράσεις: geofysica, de geofysica, geofysische