Λέξη: σωματίδιο

Σχετικές λέξεις: σωματίδιο

σωματίδιο higgs cern, σωματίδιο higgs νανοπουλος, σωματίδιο barr, σωματίδιο θεός, σωματίδιο ταχυόνιο, σωματίδιο α, σωματίδιο θεού, σωματίδιο higgs wiki, σωματίδιο του θεού, σωματίδιο higgs 2012

Συνώνυμα: σωματίδιο

μόριο, ελάχιστο, σωμάτιο, αιμοσφαίριο

Μεταφράσεις: σωματίδιο

σωματίδιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
particle, particle is, particle of, particles, particulate

σωματίδιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
partícula, partículas, de partículas, de partícula, las partículas

σωματίδιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
n, partikel, teilchen, Teilchen, Partikel, Korn

σωματίδιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corpuscule, particule, parcelle, particules, particulaire, des particules, particules de

σωματίδιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particella, particola, particelle, delle particelle, di particelle, particelle di

σωματίδιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partícula, partículas, participe, participar, de partículas, de partícula, das partículas

σωματίδιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deel, deeltje, item, jaartelling, partikel, deeltjes, deeltjesgrootte, deeltjes-

σωματίδιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частное, зерно, доля, статья, частичка, суффикс, пылинка, частица, префикс, крупица, часть, частиц, частицы, частиц по

σωματίδιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
partikkel, partikkelen, partikler

σωματίδιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
partikel, partikeln, partiklar

σωματίδιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osanen, siru, hiven, partikkeli, hiukkanen, hiukkasten, hiukkasen, partikkelin, hiukkaskoko

σωματίδιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, partiklen, partikler, partikelstørrelse, partikel-

σωματίδιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
částečka, částice, částic, částeček

σωματίδιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
partykuła, cząstka, drobina, cząsteczka, cząstek, cząstki, cząsteczek

σωματίδιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részecske, részecskék, részecskeméret, részecskemérete

σωματίδιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parçacık, partikül, tanecik, tane, parçacığı

σωματίδιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крупиця, префікс, частка, суфікс, стаття, частинка, часточка

σωματίδιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grimcë, thermije, grimcave, pjesëz, grimce

σωματίδιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, частиците, на частиците, частици, частичките

σωματίδιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часціца, частка, часцінка, частачка

σωματίδιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osake, partikkel, osakeste, osakese, tahkete osakeste, osakesed

σωματίδιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čestice, dio, partikula, trun, čestica, djelić, česticama

σωματίδιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ögn, agna, ögnin, agnanna, agnir

σωματίδιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalelytė, dalelė, dalelių, kietųjų dalelių, dalelės, drožlių

σωματίδιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kripatiņa, daļiņa, daļiņu, skaidu, daļiņas, kokskaidu

σωματίδιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
честички, честичка, на честички, честица, честичките

σωματίδιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
particulă, particulelor, particule, particulei, de particule

σωματίδιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delcev, delec, delca, delci

σωματίδιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
častice, častíc, čiastočky, častica, tuhé častice

Στατιστικά δημοτικότητας: σωματίδιο

Τυχαίες λέξεις