Λέξη: κερί
Σχετικές λέξεις: κερί
κερί στα ρούχα, κερί ονειροκρίτης, κερί για έπιπλα, κερί αποτρίχωσης, κερί αναμμένο, κερί μαλλιών, κερί στο αυτί, κερί ζάκυνθος, κερί μέλισσας, κερί μέλισσας τιμή
Συνώνυμα: κερί
κηρός, λαμπάδα, δημήτριο
Μεταφράσεις: κερί
κερί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wax, candle, beeswax
κερί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encerar, crecer, cera, vela, velas, la vela, vela de, de vela
κερί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wachs, Kerze, Kerzen, candle
κερί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encaustiquer, augmenter, grossir, cirent, cire, cirons, cirez, grandir, cirer, pousser, fart, amplifier, croître, bougie, chandelle, bougies, cierge, candle
κερί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crescere, cera, diventare, candela, di candela, candele, della candela, la candela
κερί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
claudicar, encerar, vacilar, cera, vela, velas, da vela, candle, de vela
κερί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoencrème, was, schoensmeer, kaars, kaarsen, candle, kaars van, De kaars
κερί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сургуч, рассвирепеть, озокерит, парафин, развиваться, навощить, воск, вощить, ярость, прибывать, свеча, свечи, свечу, свечка, свечки
κερί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voks, tilta, stearinlys, lys, lyset, candle, levende
κερί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vax, stearinljus, ljus, ljuset, candle
κερί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heiketä, vaha, rehottaa, kohota, kasvaa, enetä, kynttilä, kynttilän, candle, kynttilää, kynttilät
κερί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voks, stearinlys, lys, candle, lyset, levende lys
κερί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vosk, dorůstat, navoskovat, zvětšovat, voskovat, narůstat, růst, svíčka, svíčky, svíčku, svíce, candle
κερί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stawać, woskować, nawoskować, powiększać, rosnąć, wosk, lak, pastować, świeca, świeczka, candle, świec
κερί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viasz, gyertya, gyertyát, gyertyáját, candle, gyertyával
κερί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mum, balmumu, candle, mumu, bir mum, kandil
κερί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилястий, коливний, свічка, свіча, свеча
κερί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyll, qiri, qirinjsh, llamba, qiri të, qiri e
κερί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свещ, свещи, свещта, светило
κερί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воск, свечка, свеча, сьвечка
κερί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laineline, küünal, küünla, candle, küünalt
κερί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vosak, vosku, svijeća, svijeće, svijeću, svjetiljka, svjećica
κερί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kerti, Candle, Standblys
κερί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaškas, žvakė, žvakių, žvakės, candle, žvakę
κερί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vasks, augt, svece, sveču, sveces, sveci, candle
κερί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
восокот, свеќа, свеќата, свеќи, на свеќа, candle
κερί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceară, cerui, lumânare, lumanare, lumanari, lumânărilor, candle
κερί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vosek, sveča, sveče, svečo, candle, sveč
κερί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sviečka, candle, sviečky, sviečku, svíčka
Στατιστικά δημοτικότητας: κερί
Τυχαίες λέξεις