Γούστο στα ολλανδικά

Μετάφραση: γούστο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedenken, voorkeur, smaken, smaak, de smaak, proeven, voorproefje
Γούστο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γούστο

γούστο ετυμολογία, καλό γούστο, γούστο συνώνυμα, γούστο μου καπέλο, έχει γούστο, γούστο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γούστο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γοφός στα ολλανδικά - heup, hip, hippe, de heup, heupen
  • γούνα στα ολλανδικά - bont, pels, huid, vacht, aanzetten, fur, pelsdieren
  • γράμμα στα ολλανδικά - brief, letter, zendbrief, epistel, missive, schrijven, letters, ...
  • γράσο στα ολλανδικά - smeer, invetten, smeren, vet, vetten, smeervet, vetvrij
Τυχαίες λέξεις
Γούστο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedenken, voorkeur, smaken, smaak, de smaak, proeven, voorproefje