Λέξη: τελείωμα

Σχετικές λέξεις: τελείωμα

τελείωμα κεντήματος, τελείωμα με βελονάκι, τελείωμα πλεκτού, τελείωμα πλεξίματος, πλέξιμο τελείωμα, τελείωμα στο προσωπο, τελείωμα γυναίκας, τελείωμα επιστολής, τελείωμα κασκόλ, τελείωμα μακραμέ

Μεταφράσεις: τελείωμα

τελείωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
completion, finish, finishing, ending

τελείωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acabado, final, acabado de, meta, fin

τελείωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
endfertigung, komplettierung, beendung, fertigstellung, erledigung, beendigung, ergänzung, vervollständigung, ausfüllen, Finish, Oberfläche, Ziel, Ausführung, Ende

τελείωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accomplissement, bout, terminaison, fin, réalisation, dénouement, achèvement, conclusion, perfection, finition, fini, arrivée, la finition

τελείωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ultimazione, compimento, finitura, rivestimento, finale, fine, finiture

τελείωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acabamento, revestimento, terminar, fim, acabamento de

τελείωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwerking, einde, eindig, eindigt, afgewerkt

τελείωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отбывание, окончание, завершение, довершать, довершение, заключение, отделка, гол, отделки, закончить, покрытие

τελείωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overflate, ferdig, slutt, elegant, elegant over

τελείωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yta, fullföljande, avslut, slut, mål

τελείωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täydellistymä, viimeistely, tulevan, maali, maali pelaajalta, english

τελείωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
færdig, Udfør, slut, mål, overflade

τελείωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dokončení, ukončení, vyplnění, konec, dovršení, úprava, provedení, povrch, povrchová úprava, zakončení

τελείωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spełnienie, wypełnienie, sfinalizowanie, zakończenie, zrealizowanie, ukończenie, uzupełnienie, wykończenie, finisz, koniec, bramka, wykończenia

τελείωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiegészítés, beteljesedés, befejez, Befejezés, a Befejezés, Finish, kivitelben

τελείωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bitirmek, bitiş, kaplama, finiş, yüzey

τελείωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завершення, обробка, оздоблення, отделка

τελείωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
finish, përfundojë, të përfundojë, fund, goditja e

τελείωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завършеност, финиш, гланц, ударът, ударът на

τελείωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аздабленне, аддзелка

τελείωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõpuleviimine, täiendamine, jume, lõpp, finiš, Finish, viimistlus, lõpuni

τελείωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
završiti, djelo, finiš, obrada, završna obrada

τελείωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljúka, klára, gat ekki klárað, lok, ljúka við

τελείωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apdaila, smūgiuotas, smūgiuotas kamuolys, baigti, finišo

τελείωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apdare, finišs, raidītā, apdari, apdares

τελείωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
финиш, завршница, заврши, завршна, целта

τελείωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
finisaj, gol, finisare, sosire, șut

τελείωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konča, zasluge, zaključil, zasluge za

τελείωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dokončení, úprava, modifikácia, úpravy, úpravu, predpisy
Τυχαίες λέξεις