Διαπερατότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαπερατότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doordringbaarheid, permeabiliteit, doorlaatbaarheid, doorlatendheid, de permeabiliteit
Διαπερατότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπερατότητα

διαπερατότητα γεωλογικών σχηματισμών, διαπερατότητα μεμβρανων, διαπερατότητα μεμβράνης, διαπερατότητα τ, διαπερατότητα εντέρου, διαπερατότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαπερατότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διανύω στα ολλανδικά - bestaan, verkeren, zijn, leven, gereisd, bezocht, reisde, ...
  • διαπεραστικός στα ολλανδικά - schril, schelklinkend, scherp, snerpend, snibbig, bits, schel, ...
  • διαπερνώ στα ολλανδικά - binnendringen, doordringen, doorstoten, dringen, penetreren, door te dringen
  • διαπιστεύω στα ολλανδικά - accrediteren, erkennen, te accrediteren, accrediteren van, accreditatie van
Τυχαίες λέξεις
Διαπερατότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doordringbaarheid, permeabiliteit, doorlaatbaarheid, doorlatendheid, de permeabiliteit