Διεκπεραίωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διεκπεραίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
transactie, behandeling, omgang, hanteren, handling, afhandeling
Διεκπεραίωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκπεραίωση

διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ 2014, διεκπεραίωση συντάξεων μτπυ, διεκπεραίωση συντάξεων, διεκπεραίωση τεαδυ, διεκπεραίωση συντάξεων ετεα, διεκπεραίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διεκπεραίωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεκδίκηση στα ολλανδικά - schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
  • διεκδικώ στα ολλανδικά - verzekeren, aanspraak, schuldvordering, beweren, twistgesprek, claimen, kwestie, ...
  • διενέργεια στα ολλανδικά - uitvoering, vaardigheid, bedrevenheid, inlossing, prestatie, handeling, vlugheid, ...
  • διεξάγω στα ολλανδικά - gedrag, rondleiden, richten, besturen, leiden, dirigeren, brengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεκπεραίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: transactie, behandeling, omgang, hanteren, handling, afhandeling