Δόλιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: δόλιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedrieglijk, indirect, schuin, scheef, loer, op de loer, de loer, loerende, sluimeren
Δόλιος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δόλιος

δόλος ορισμός, δόλιος λεξικο, δόλιος συνώνυμα, δόλιος συνώνυμο, δόλιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δόλιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δόγμα στα ολλανδικά - leer, doctrine, leerstelling, de leer, leer van
  • δόκιμος στα ολλανδικά - leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet
  • δόλος στα ολλανδικά - bedrieger, fraude, bedrog, misleiding, verleiding, bedriegerij, list
  • δόλωμα στα ολλανδικά - lokken, aas, lokaas, bait, aas te
Τυχαίες λέξεις
Δόλιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedrieglijk, indirect, schuin, scheef, loer, op de loer, de loer, loerende, sluimeren