Εγκληματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκληματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
misdadig, snood, crimineel, misdadiger, strafrechtelijk, strafrechtelijke
Εγκληματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματικός

εγκληματικός συνώνυμο, εγκληματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκληματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκλεισμός στα ολλανδικά - inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen
  • εγκληματίας στα ολλανδικά - nalatig, nonchalant, misdadiger, crimineel, onachtzaam, snood, misdadig, ...
  • εγκληματικότητα στα ολλανδικά - criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
  • εγκληματολογία στα ολλανδικά - criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: misdadig, snood, crimineel, misdadiger, strafrechtelijk, strafrechtelijke