Επιμήκης στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιμήκης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig
Επιμήκης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμήκης

επιμήκησ άξονασ, επιμήκης βικιλεξικο, επιμήκης κλίση, επιμήκης σχισμή, ο επιμήκησ, επιμήκης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιμήκης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιμέλεια στα ολλανδικά - vlijt, hechtenis, bewaring, voogdij, custody, het gezag
  • επιμένω στα ολλανδικά - aandringen, dringen, erop, eisen, erop aandringen
  • επιμήκυνση στα ολλανδικά - verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek
  • επιμελής στα ολλανδικά - vlijtig, naarstig, ijverig, nijver, zorgvuldig, ijverige, zorgvuldige, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig