Λέξη: σπρέι

Σχετικές λέξεις: σπρέι

σπρέι πεπιεσμένου αέρα, σπρέι ξυλοκαΐνης, σπρέι μαλιον, σπρέι επαφών, σπρέι πιπεριού, σπρέι σιλικόνης, σπρέι σμάλτου για μπανιέρες, σπρέι κατά της μούχλας, σπρέι γαλβανισμού, σπρέι για σκύλους

Συνώνυμα: σπρέι

ψεκασμός, αφρός ύδατος, ψεγάδες ύδατος, ράντισμα, ψεκαστήρ

Μεταφράσεις: σπρέι

σπρέι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aerosol, spray, sprays, spray cans, a spray

σπρέι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, rociar, spray, pulverizar, rocíe

σπρέι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, Spray, sprühen, spritzen, besprühen, zu sprühen

σπρέι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aérosol, vaporiser, pulvériser, pulvérisation, vaporisez, de pulvérisation

σπρέι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spray, spruzzare, spruzzo, a spruzzo, spruzzi

σπρέι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
spray, pulverizar, pulverizador, borrifar, pulverize

σπρέι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besproeien, verstuiven, spuiten, spuit, nevel

σπρέι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аэрозоль, спрей, распылять, распылить, брызг, распыляйте

σπρέι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spray, sprøyte, spraye, sprøyt

σπρέι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aerosol, spraya, spruta, sprut, spreja, bespruta

σπρέι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suihke, suihkepullo, spray, suihkuta, suihkuttaa, ruiskuta

σπρέι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spray, sprøjte, Sprøjt, sprøjtes, at sprøjte

σπρέι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aerosol, sprej, stříkací, spray, stříkání, nastříkejte

σπρέι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aerozol, rozpylać, spryskać, kiść, sprayu, rozpylania

σπρέι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aeroszol, permet, permetezni, permetezze, permetezzen

σπρέι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sprey, püskürtme, püskürtmeyin, spreyi, püskürtün

σπρέι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аерозоль, спрей

σπρέι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llak, spray, të llak, spërkat, sprej

σπρέι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аерозола, аерозол, спрей, пръскайте, пръска, пръскане, се пръска

σπρέι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрэй, спрэем

σπρέι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aerosool, pihusti, pritsima, spray, pihustada, pihustage

σπρέι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aerosol, sprej, prskati, prskajte, sprejem, spreja

σπρέι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
úða, Spray, að úða, Úðið

σπρέι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purkšti, purškimo, purslų, spray, purškalas

σπρέι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aerosols, spray, smidzināšanas, apsmidzina, aerosolu

σπρέι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спреј, попрскајте, прскаат, прска, прскање

σπρέι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, spray, pulverizați, pulveriza, prin pulverizare

σπρέι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aerosol, spray, sprej, pršite, meglice, brizgajoče

σπρέι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprej, aerodisperzia, spray

Στατιστικά δημοτικότητας: σπρέι

Τυχαίες λέξεις