Λέξη: μερίδιο
Σχετικές λέξεις: μερίδιο
μερίδιο αγοράς, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2012, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας, μερίδιο των αγγέλων, μερίδιο αγοράς σταθερής τηλεφωνίας, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2011, μερίδιο αγοράς super market, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2013, μερίδιο αγοράς ασφαλιστικών εταιρειών, μερίδιο αγοράς apivita
Συνώνυμα: μερίδιο
τομή, κόψιμο, ελάττωση, χαρακιά, αναλογία, ποσοστό, μετοχή, μέρος ποσοστό, μερίδα, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές, κατανομή, απονομή, παροχή
Μεταφράσεις: μερίδιο
μερίδιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
part, share, share of, shares, a share, market share
μερίδιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
papel, apartar, contribución, dividir, separar, porción, parte, pieza, partir, cuota, acción, participación, compartir
μερίδιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kontribution, region, trennen, separieren, sondern, bereich, teil, einzelteil, rolle, beitrag, n, anteil, isolieren, abteilung, teilen, dummkopf, Aktie, Anteil, Aktien
μερίδιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partage, départir, section, diviser, portion, emploi, partie, contrée, rôle, participation, région, écot, part, champ, division, contribution, action, Partager, share, la part
μερίδιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
funzione, separare, parte, contributo, ruolo, quota, sezione, dividere, divisione, porzione, quota di, share, azione
μερίδιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parcela, repartir, região, salsa, plagia, desmembrar, parte, divisão, separar, partir, peça, papel, apartar, dividir, ação, quota, compartilhar, quota de
μερίδιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, deel, afbreken, scheiden, delen, opsplitsen, deling, deels, legerafdeling, onderdeel, gewest, afscheiden, gebied, regio, rol, verdelen, aandeel, Share, aandelen
μερίδιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздвигать, отдавать, доля, поделить, сторона, вклад, участие, разжимать, частица, роль, разделять, амплуа, часть, расставаться, раздел, разлучиться, Share, долю, доли, акций
μερίδιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
andel, part, rolle, del, aksje, andelen
μερίδιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
part, del, aktie, andel, Share, andelen
μερίδιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puoli, irrottaa, erkaantua, kolkka, divisioona, jakaa, jakaminen, erota, seutu, jako, annos, osa, erottaa, jakolasku, osuus, tienoo, osake, osakkeen, osuuden, osakkeelta
μερίδιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rolle, division, del, deling, andel, Del, Share, aktie, andelen
μερίδιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dělit, kus, separovat, úloha, součást, rozdělit, díl, část, součástka, role, rozloučit, oddělení, podíl, oddělit, Sdílet, Share, podílu, podíl na
μερίδιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rola, uczestniczyć, cześć, oddzielać, rozstawać, część, strona, udział, odcinek, połać, akcja, udział w, zakładowy
μερίδιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést
μερίδιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayrılmak, bölge, daire, hisse, bölüm, kısım, ayırmak, rol, pay, parça, payı, paylaş, paylaşım
μερίδιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поділяти, конати, вмирати, частина, розділитися, частка, доля
μερίδιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesë, aksion, pjesa, ndajnë, pjesa e
μερίδιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дял, акция, Сподели, Share, Закачи
μερίδιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доля, дзель
μερίδιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahkuma, eralduma, osa, aktsia, Jaga Facebookis, osakaal, osakaalu
μερίδιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
objekta, produkt, dijelom, udio, udjel, udjela, dionica, dio
μερίδιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafli, hluti, partur, leyti, hlut, hlutdeild, Share, hlutur
μερίδιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
partis, pars
μερίδιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skyrius, regionas, vaidmuo, divizija, dalis, įnašas, Share, Dalintis, dalį, akcijų
μερίδιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raksts, daļa, divīzija, nodaļa, loma, akcija, dalīties, Share, īpatsvars
μερίδιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акција, удел, учеството, уделот, удел на
μερίδιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parte, contribuţie, regiune, rol, divizie, acțiune, cota, social, cota de, cotă
μερίδιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
del, část, delež, deleža, deleż, delnica
μερίδιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podiel, časť, podielu, pomer, účasť
Στατιστικά δημοτικότητας: μερίδιο
Τυχαίες λέξεις