Ευσεβής στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευσεβής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
godsdienstig, vroom, devoot, godvrezend, vrome, vromen, godvruchtige, godvruchtig
Ευσεβής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευσεβής

ευσεβής πόθος, ευσεβής μελωδία, ευσεβής κλίση, ευσεβής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευσεβής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευρύχωρος στα ολλανδικά - ruim, groot, royaal, breedvoerig, uitgestrekt, uitgebreid, ruime, ...
  • ευσέβεια στα ολλανδικά - vroomheid, godsvrucht, godvruchtigheid, de vroomheid, piëteit
  • ευστροφία στα ολλανδικά - behendigheid, lenigheid, wendbaarheid, agility, de Behendigheid
  • ευσυνείδητος στα ολλανδικά - gewetensvol, consciëntieus, gewetensvolle, gewetensbezwaren, nauwgezette
Τυχαίες λέξεις
Ευσεβής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: godsdienstig, vroom, devoot, godvrezend, vrome, vromen, godvruchtige, godvruchtig