Λέξη: επιδεξιότητα

Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα

επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός

Συνώνυμα: επιδεξιότητα

επιδεξιότης, επιτηδειότης, επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα, δυνατότητα, ευφυία, επιτηδιότητα, εξυπνάδα

Μεταφράσεις: επιδεξιότητα

επιδεξιότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dexterity, skill, ability, mobility, expertise

επιδεξιότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destreza, agilidad, primor, habilidad, amaño, la destreza, destreza de

επιδεξιότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewandtheit, kunst, geschicklichkeit, rechtshändigkeit, fähigkeit, geschick, fingerfertigkeit, kunstfertigkeit, fertigkeit, Geschicklichkeit, Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit trainieren, Geschick, Gewandtheit

επιδεξιότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adresse, dextérité, exercice, agilité, doigté, sagacité, capacité, routine, artifice, finesse, habileté, acquisition, acuité, subtilité, pratique, industrie, la dextérité, de dextérité

επιδεξιότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destrezza, perizia, abilità, la destrezza, manualità, di destrezza

επιδεξιότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, destreza, habilidade, a destreza, dexterity, agilidade

επιδεξιότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaardigheid, bedrevenheid, handigheid, acquisitie, slag, vlugheid, behendigheid, beweeglijkheid, handvaardigheid

επιδεξιότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приобретение, искусство, мастерство, изворотливость, умение, искусность, стремительность, навык, ухватка, ремесло, выучка, прыть, квалификация, находчивость, ловкость, сноровка, умения, ловкости, Сноровка, Dexterity

επιδεξιότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ferdighet, ervervelse, dyktighet, behendighet, fingerferdighet, fingerfølsomhet, bevegelighet

επιδεξιότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicklighet, fingerfärdighet, fingerkänsla, smidighet, finger

επιδεξιότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taito, kyvykkyys, taidot, taitavuus, kyky, lahjakkuus, kätevyys, taitoa, näppäryyttä, kätevyyden, kätevyyttä

επιδεξιότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fingerfærdighed, præcision, smidighed, behændighed, smidigheden

επιδεξιότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bystrost, rutina, cvik, zručnost, obratnost, dovednost, šikovnost, schopnost, zkušenost

επιδεξιότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrobienie, umiejętność, zwinność, bystrość, sprawność, biegłość, wprawa, zręczność, władanie bronią

επιδεξιότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakképzettség, ügyesség, Fejleszd az ügyességed, ügyességed, az ügyességed, ügyességgel

επιδεξιότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beceriklilik, hüner, maharet, beceri, el becerisi, dexterity, Arttır

επιδεξιότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спритність, майстерність, моторність, вправність, кваліфікація, ловкость, Вміння

επιδεξιότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjeshtëri, shkathtësi, zhdërvjelltësi, shkathtësi e, shkathtësia, shkathtësi të

επιδεξιότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сръчност, ловкост, сръчността

επιδεξιότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас, спрыт, Майстэрства, спрытнасць, спрыту, Майстэрства гульні

επιδεξιότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oskus, käteosavus, vilumus, osavus, osavust, oskused, Taitavuus, Osavuse

επιδεξιότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spretnost, okretnost, umijeće, vještina, kvalifikacija, vičnost

επιδεξιότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handlagni

επιδεξιότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ars

επιδεξιότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vikrumas, miklumas, Sugebėjimą, Judrumą

επιδεξιότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veiklība, veiklību, veiklības, izveicība

επιδεξιότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
умешност, неподвижност, спретност, умешноста, умешност за

επιδεξιότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndemânare, dibăcie, dexteritate, dexteritatea, de dexteritate

επιδεξιότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Gibljivost, spretnost, spretnosti, uporaba desne roke, desne roke

επιδεξιότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obratnosť, obratnosti, zručnosť
Τυχαίες λέξεις