Ευχάριστα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευχάριστα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prettig, aangenaam, agreeably
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευχάριστα
ευχάριστα αγγλικά, ευχάριστα βήματα στην αρχαία ελληνική γραμματική, ευχάριστα συναισθήματα, ευχάριστα νέα για τον τόμας πρωτόπαπα, ευχάριστα συνώνυμο, ευχάριστα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευχάριστα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευφυής στα ολλανδικά - spits, pienter, scherpzinnig, snugger, vernuftig, schrander, geestig, ...
- ευφυολόγημα στα ολλανδικά - geestigheid, kwinkslag, gevatte opmerking, boutade, witticism
- ευχάριστος στα ολλανδικά - beeldig, genoeglijk, verrukkelijk, plezierig, heerlijk, aangenaam, betoverend, ...
- ευχέρεια στα ολλανδικά - vlotheid, spreekvaardigheid, vloeiend, vloeiendheid, fluency
Τυχαίες λέξεις
Ευχάριστα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prettig, aangenaam, agreeably
Μεταφράσεις: prettig, aangenaam, agreeably