Ηγεσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηγεσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leiderschap, leiding, leiders, leidende, leidinggevende
Ηγεσία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηγεσία

ηγεσία ορισμός, ηγεσία διοίκηση και οργάνωση του σχολείου, ηγεσία pdf, ηγεσία κόστους, ηγεσία ενόπλων δυνάμεων, ηγεσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηγεσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηγεμονικός στα ολλανδικά - vorstelijk, koninklijk, prinselijk, prinselijke, vorstelijke, princely
  • ηγεμόνας στα ολλανδικά - chef, gebieder, monarch, potentaat, aanvoerder, soeverein, beheerser, ...
  • ηγετικός στα ολλανδικά - hoofd, hoofd-, aanvoerder, toonaangevend, baas, leidend, chef, ...
  • ηγούμαι στα ολλανδικά - dirigeren, chef, geleiden, brengen, kop, leiden, besturen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηγεσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: leiderschap, leiding, leiders, leidende, leidinggevende