Λέξη: ηγεσία

Σχετικές λέξεις: ηγεσία

ηγεσία ορισμός, ηγεσία διοίκηση και οργάνωση του σχολείου, ηγεσία pdf, ηγεσία κόστους, ηγεσία ενόπλων δυνάμεων, ηγεσία και διοίκηση, ηγεσία διοίκηση και οργάνωση σχολείου, ηγεσία και παρακίνηση σημαντικές έννοιες στην νοσηλευτική, ηγεσία στην εκπαίδευση, ηγεσία και παρακίνηση

Συνώνυμα: ηγεσία

εντολή, διοίκηση, προσταγή, διαταγή, κυριαρχία, αρχηγία

Μεταφράσεις: ηγεσία

ηγεσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leadership, command, led, leadership of

ηγεσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dirección, liderazgo, el liderazgo, de liderazgo, liderazgo de

ηγεσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anführung, führung, Führung, Leitung, Führungs, Führerschaft

ηγεσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hégémonie, direction, leadership, le leadership, dirigeants, un leadership

ηγεσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
direzione, guida, la leadership, di leadership, leader

ηγεσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chefia, liderança, de liderança, a liderança, da liderança

ηγεσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leiderschap, leiding, leiders, leidende, leidinggevende

ηγεσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предводительство, превосходство, верховенство, водительство, предводитель, руководство, лидерство, управление, провод, руководства, руководством, лидерства

ηγεσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledelse, lederskap, ledelsen, leder, lederskapet

ηγεσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ledning, ledarskap, ledarskapet, ledningen, ledarskaps

ηγεσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johtajuus, johtoporras, päällikkyys, johto, johtajuutta, johdon, johtajuuden

ηγεσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lederskab, ledelse, ledelsen, førende, ledere

ηγεσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůdcovství, vedení, vedoucí, vedením, vedoucí postavení

ηγεσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przewodnictwo, kierownictwo, przodownictwo, przewodzenie, naczelnictwo, przywództwo, dowództwo, prowadzenie

ηγεσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezérlet, vezetés, vezető, vezetői, vezetése, vezetésével

ηγεσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
liderlik, liderliği, lider, önderlik, liderliğini

ηγεσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лідери, керівництво, Посібник, Інструкції, інструкцію, Адміністрація

ηγεσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëheqje, udhëheqja, lidershipi, udhëheqja e, udhëheqësia

ηγεσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръководство, водачество, ръководене, лидерство, ръководството

ηγεσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраўніцтва, Дапаможнік, Лідэрства

ηγεσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhatamine, juhtimine, juhtkonna, juhtkond, juhtimisel, juhtpositsiooni

ηγεσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vođenje, rukovođenje, vodstvom, rukovodstvo, liderstvo, vodstvo, vodstva, vođenja

ηγεσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forusta, forysta, forystu, leiðtogar, leiðtogi, Leiðtogahæfileikar

ηγεσία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gubernatio

ηγεσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovavimas, vadovybė, vadovavimo, lyderystė, lyderystės

ηγεσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadība, vadības, vadību, vadībai, vadošā

ηγεσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
раководството, раководство, лидерство, водство, лидерски

ηγεσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conducere, conducerea, lider, leadership, de conducere

ηγεσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodstvo, vodenje, vodenja, vodstva, vodilni položaj

ηγεσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedení, vedenie, vedenia, vedeniu, manažmentu

Στατιστικά δημοτικότητας: ηγεσία

Τυχαίες λέξεις