Λέξη: επεισόδιο

Σχετικές λέξεις: επεισόδιο

επεισόδιο 7 κατω παρταλι, επεισόδιο 135 μπρουσκο, επεισόδιο 129 μπρουσκο, επεισόδιο 134 μπρουσκο, επεισόδιο 374 κλεμμένα όνειρα, επεισόδιο 6 κατω παρταλι, επεισόδιο 5, επεισόδιο κάτω παρταλι, επεισόδιο 164 μπρούσκο, επεισόδιο 1, μπρούσκο, κλεμμένα όνειρα, ισχαιμικό επεισόδιο, πειρασμός, τελευταίο επεισόδιο πειρασμός, avenida brasil, ευτυχισμένοι μαζί, προδοσία, κάτω παρτάλι

Μεταφράσεις: επεισόδιο

επεισόδιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incident, episode, episode of, attack, event

επεισόδιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
episodio, incidente, incidencia, el episodio, episodio de, episodios, capítulo

επεισόδιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschehnis, affäre, vorfall, ereignis, zwischenfall, episode, begebenheit, abschnitt, vorkommnis, Folge, Episode, der Episode, Weitere Folge, neues Video

επεισόδιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fortuit, événement, propre, accidentel, convenable, incident, épisode, contingent, péripétie, accident, histoire, compétent, cas, adventice, l'épisode, épisode de, episode, épisodes

επεισόδιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
episodio, incidente, caso, puntata, episode, episodio di, dell'episodio

επεισόδιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
episódio, episódio de, episode, episódios

επεισόδιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
episode, incident, aflevering, voorval

επεισόδιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
случайный, эпизод, свойственный, казус, приключение, происшествие, случайность, интермедия, смежный, инцидент, историйка, случай, присущий, характерный, серия, повод, эпизода, эпизодом, эпизоде

επεισόδιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hendelse, episode, episoden

επεισόδιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
händelse, episod, episoden, avsnitt, avsnittet, episode

επεισόδιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selkkaus, episodi, jakso, tapaus, välikohtaus, seikka, vähäinen, tapahtuma, jakson, jakson tekstitykset, jaksossa

επεισόδιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hændelse, episode, episoden

επεισόδιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vedlejší, náhodný, příslušný, událost, případ, nahodilý, vlastní, příběh, příhoda, epizoda, epizody, díl, epizodu, epizodou

επεισόδιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
epizod, swoisty, awaria, właściwy, padający, incydent, przypadkowy, wydarzenie, zdarzenie, zajście, wpadający, odcinek, wypadek, odcinka, epizodu, epizodem

επεισόδιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esemény, incidens, epizód, epizódban, epizódot, epizódja

επεισόδιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olay, bölüm, atak, bolum, episode, episod

επεισόδιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нахиляння, скіс, охоплення, серія, нахил, інтермедія, падіння, епізод

επεισόδιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
episod, episodi, episodi i, episod i, episod e

επεισόδιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
случка, епизод, епизоди, епизод на, епизода

επεισόδιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эпізод

επεισόδιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahejuhtum, episood, episoodi, episoodidega, osa

επεισόδιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slučaj, slučajan, incident, epizoda, ulazne, epizodu, Episode, epizodi, epizode

επεισόδιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atburður, atvik, þáttur, þættinum, þáttinn, Episode, áreiti

επεισόδιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
epizodas, Episode, epizodo, epizodą

επεισόδιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
epizode, Episode, epizodes, epizodi, reize

επεισόδιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
епизода, епизоди, епизодата, епизода на

επεισόδιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
episod, episodul, episod de, episoade, episodului

επεισόδιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
epizoda, incident, episode, epizodo, o epizodi, epizode

επεισόδιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
incident, epizóda, epizódy, epizódu, epizoda

Στατιστικά δημοτικότητας: επεισόδιο

Τυχαίες λέξεις