Λέξη: τρέμω

Σχετικές λέξεις: τρέμω

τρέμω αόριστος, γιατί τρέμω, τρέμω αντώνης ρέμος, τρέμω να σε δω, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω συνώνυμα, τρέμω και φοβάμαι τον βασιλιά που γυρίζει, τρέμω ρέμος, τρέμω στη σκέψη, τρέμω στίχοι

Συνώνυμα: τρέμω

σείω, σείομαι, δονούμαι, λαρυγγίζω, τρεμουλιάζω, ανατριχιάζω, ριγώ, συντρίβω

Μεταφράσεις: τρέμω

τρέμω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quiver, flicker, tremble, quaver, dodder, shiver, quake

τρέμω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temblar, parpadeo, vibración, temblor, estremecerse, vacilar, carcaj, cuscuta, dodder, cúscuta, la cuscuta, de cuscuta

τρέμω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achtelnote, zittern, köcher, flackern, flimmern, schwingung, vibration, erregung, schlottern, tapern, Dodder, Flachsseide, Teufelszwirn

τρέμω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trembloter, tremblement, trille, vibration, cahoter, grelotter, papillotement, papilloter, tremblons, trembler, émotion, frémissement, tressaillement, vacillation, chevroter, carquois, atermoyer, tergiverser, cuscute, la cuscute, dodder

τρέμω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vacillare, tremare, Dodder, cuscuta, di Dodder, di cuscuta

τρέμω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vibrações, trema, flexível, tronco, tremer, cintilação, cuscuta, Dodder, arranhar, linho de cuco

τρέμω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flikkeren, trilling, beven, flakkeren, trillingen, rillen, huiveren, vibratie, bibberen, warkruid, Dodder, schuifelt, trilgras, strompelen

τρέμω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дрожать, дрожание, вибрация, огонёк, налетать, мигание, мельтешить, мигать, трепетать, набережная, подрагивать, мерцание, сотрясаться, трепет, колчан, восьмая, повилика, повилики, повиликой

τρέμω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vibrasjon, skjelve, ettertenksom film, dodder

τρέμω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skälva, bäva, darra, dodder, SNARREVA

τρέμω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vilkku, sätkiä, tärytys, täryttäminen, värähdys, puistella, värähtely, tutista, hulmuta, häilyä, vavista, välkkyä, hytinä, hytistä, humalavieras, horjua, köpittää

τρέμω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryste, skælven, Dodder

τρέμω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
blikat, blikot, trylek, kmitání, třást, otřást, chvění, zachvění, třes, blikání, vibrace, třesení, plápolat, třást se

τρέμω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dygotać, pełgać, mówienie, mgnienie, trząść, migot, drżeć, migotać, migać, zadrżeć, tryl, wibrowanie, drgać, mruganie, drżenie, mrugać, chwiać się, trząść się, dodder, kanianka

τρέμω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lobbanás, puzdra, hangrezgés, tegez, botorkál, aranka, dodder, totyog

τρέμω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
titremek, salınım, okluk, sadak, titreşim, küsküt, Dodder, bağbozan, sallanmak

τρέμω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
б'ючись, дрижати, бити, тремтіння, б'ючи, чотиривірші, звільнення, блимати, мигтіння, тремтіти, повилика, повіліка, повитиця, повитиці, повитицею

τρέμω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dridhem, kuskutë, s'më mbajnë këmbët, eci duke u luhatur, tundem

τρέμω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вибрация, дружа, кукувича прежда, дърдоря, клатушкам се

τρέμω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
павітуха

τρέμω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välgatus, värin, nooletupp, värisema, võbelus, hubisema, triller, komistama, võrmi, Hops külaline, Köpittää

τρέμω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svjetlucati, tresti, treperiti, triler, treperenje, tukac, tobolac, podrhtavati, strepnja, drhtati, drhtanje, vilina kosa

τρέμω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýja, dodder

τρέμω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vibracija, drebėti, Chwiać, Drebēt, brantas

τρέμω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trīsas, vibrācija, vija, trīcēt, drebēt

τρέμω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
dodder

τρέμω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vibraţie, tremur, tremura, tremura de slăbiciune, putea ține pe picioare, cuscută, nu se putea ține pe picioare

τρέμω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plápolat, Drhtati

τρέμω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chvení, chvat, triasť, chvieť
Τυχαίες λέξεις