Καταμετρώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταμετρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toemeten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταμετρώ
καταμετρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταμετρώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταμέτρηση στα ολλανδικά - mate, maat, grootte, dimensie, afmeting, tellen, optellen, ...
- καταμερισμός στα ολλανδικά - bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling
- κατανάλωση στα ολλανδικά - consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
- κατανέμω στα ολλανδικά - rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie
Τυχαίες λέξεις
Καταμετρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toemeten
Μεταφράσεις: toemeten