Λέξη: αεροσκάφος

Σχετικές λέξεις: αεροσκάφος

αεροσκάφος erieye emb-145h, αεροσκάφος μαλαισία, αεροσκάφος της malaysia airlines, αεροσκάφος της malaysia, αεροσκάφος malaysia, αεροσκάφος malaysia airlines, αεροσκάφος μαλαισιανών αερογραμμών, αεροσκάφος μαλαισίας, αεροσκάφος boeing, αεροσκάφος χάθηκε

Συνώνυμα: αεροσκάφος

αερόστατο, αερόπλοια

Μεταφράσεις: αεροσκάφος

αεροσκάφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aircraft, an aircraft, the aircraft, plane, aircraft is

αεροσκάφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avión, aeronave, aeronaves, aviones, las aeronaves

αεροσκάφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flugzeug, luftfahrzeug, fluggerät, flugsystem, flieger, Flugzeug, Flugzeuge, Flugzeugen, Flugzeugs

αεροσκάφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aéroplane, avion, aéronef, aéronefs, avions, appareils

αεροσκάφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aereo, aeroplano, velivolo, aeromobile, aeromobili, aerei

αεροσκάφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aeronaves, aviso, avião, aeronave, aviões, de aeronaves

αεροσκάφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vliegtuig, vliegmachine, vliegtuigen, luchtvaartuigen, luchtvaartuig, toestellen

αεροσκάφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
авиация, самолет, самолёт, самолетов, самолеты, воздушное судно, воздушного судна

αεροσκάφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fly, luftfartøy, flyet, flyene, luftfartøyer

αεροσκάφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flygplan, luftfartyg, flygplanet, flygplans, luftfartyget

αεροσκάφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilma-alus, lentokone, ilma, lentokoneiden

αεροσκάφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flyvemaskine, fly, luftfartøjer, luftfartøj, luftfartøjet

αεροσκάφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
letadlo, letadla, letoun, letadel, letouny

αεροσκάφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
samolot, statku powietrznego, samolotów, statek powietrzny, samolotu

αεροσκάφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
repülőgép, légi jármű, légijármű, repülőgépek, légi járművek

αεροσκάφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uçak, uçaklar, uçağı, uçağın, aircraft

αεροσκάφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авіаційний, авіація, літак

αεροσκάφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aeroplan, avion, avioni, aeroplanë, aeroplanëve

αεροσκάφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
авиация, самолет, въздухоплавателни средства, въздухоплавателно средство, въздухоплавателните средства

αεροσκάφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самалёт

αεροσκάφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lennuk, õhusõiduk, õhusõiduki, õhusõidukite, lennukite

αεροσκάφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
avijacija, zrakoplov, zrakoplova, zrakoplovi, zrakoplove, zrakoplov koji

αεροσκάφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flugvélar, loftför, flugvélin, loftfarið, loftfar

αεροσκάφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lėktuvas, orlaivio, orlaivis, orlaivių, orlaiviai

αεροσκάφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lidmašīna, lidaparāts, gaisa kuģis, gaisa kuģi, gaisa kuģu

αεροσκάφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авион, воздухоплови, авиони, воздухоплов, авионот

αεροσκάφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avion, avioane, aeronave, aeronavelor, aeronavă, aeronavele

αεροσκάφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
letalo, letala, zrakoplovi, zrakoplovov, zrakoplov

αεροσκάφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
letecký, lietadlo, lietadla, lietadlá

Στατιστικά δημοτικότητας: αεροσκάφος

Τυχαίες λέξεις