Κατασκήνωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατασκήνωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kamp, camping, camp, het kamp, leger
Κατασκήνωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατασκήνωση

κατασκήνωση αθητάκη, κατασκήνωση σκούρας, κατασκήνωση χανθ, κατασκήνωση σαρωνίδα, κατασκήνωση αλεξάνδρα, κατασκήνωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατασκήνωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταρρακτώδης στα ολλανδικά - torrential, hevige, stromende, stortregens, overweldigende
  • καταρροή στα ολλανδικά - catarre, catarrh, catarrhus, slijmvliesontsteking, catarrhe
  • κατασκευάζω στα ολλανδικά - aanleggen, scheppen, uitvoeren, construeren, vervaardigen, bedrijven, behalen, ...
  • κατασκευή στα ολλανδικά - structuur, bouw, samenstelling, inrichting, constructie, aanleg, de bouw, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατασκήνωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kamp, camping, camp, het kamp, leger