Λέξη: ποδηλάτης

Σχετικές λέξεις: ποδηλάτης

ποδηλάτης ηράκλειο, ποδηλάτης καλαμαριά, ποδηλάτης του κόσμου, ποδηλάτης θεσσαλονίκη, ποδηλάτης σώζεται από βέβαιο θάνατο, ποδηλάτης χανιά, ποδηλάτης σκυλιά, ποδηλάτης εναντίον 25 σκύλων στο αμύνταιο, ποδηλάτης κορδελιό, ποδηλάτης θέρμη

Συνώνυμα: ποδηλάτης

ποδηλατιστής, δικυκλιστής

Μεταφράσεις: ποδηλάτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cyclist, bicyclist, biker, rider, a biker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciclista, corredor, ciclistas, ciclista de, el ciclista
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
radsportler, radfahrer, Radfahrer, Fahrer, Radfahrers, cyclist, Fahrradfahrer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cycliste, pédaleur, vélos, cyclistes, les vélos, coureur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciclista, Piste, bambini Piste, e bambini Piste, ciclisti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ciclista, cyclist, ciclistas, do ciclista, o ciclista
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fietser, coureur, wielrenner, fietsers, renner
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
велосипед, велосипедист, ездок, мотоциклист, самокатчик, велосипедиста, велосипедистом, велогонщик, велосипедистов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
syklist, syklisten, syklister, cyclist
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cyklist, cyklisten, cyklister, cyklistens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyöräilijä, pyöräilijän, cyclist, pyöräilijää, pyöräilijöiden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cyklist, rytter, cykelrytter, cyklisten, cyklister
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cyklista, cyklistka, Vhodné pro cyklisty, cyklisty, cyklistou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rowerzysta, kolarz, cyklista, cyclist, kolarz szosowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerékpáros, biciklista, kerékpárosok, kerékpárost, kerékpároskén
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bisikletçi, bisiklet, cyclist, bir bisikletçi, bisikletli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотоцикліст, велосипедист
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çiklist, Çiklisti, çiklist i, biçiklistët
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
велосипедист, колоездач, велосипедисти, велосипедистите, колоездача
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
веласіпедыст, раварыст
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalgrattur, rattur, jalgratturite, jalgratturi, ratturite
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biciklist, biciklista, biciklisti, motorciklista
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjólreiðamanna
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dviratininkas, dviratininkų, cyclist
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
velosipēdists, riteņbraucējs, velosipēdistu, riteņbraucēju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
велосипедистот, велосипедист, велосипедските, велосипедисти, велосипедист го
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciclist, biciclist, ciclistul, ciclistului, bicicliști
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolesar, otrokom, kolesom, kolesarje, kolesarjem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cyklista, cyklistka, bicyklista

Στατιστικά δημοτικότητας: ποδηλάτης

Τυχαίες λέξεις