Λέξη: κατασκήνωση

Σχετικές λέξεις: κατασκήνωση

κατασκήνωση αθητάκη, κατασκήνωση σκούρας, κατασκήνωση χανθ, κατασκήνωση σαρωνίδα, κατασκήνωση αλεξάνδρα, κατασκήνωση λελούδα, κατασκήνωση yuppi, κατασκήνωση happy days, κατασκήνωση kinderland, κατασκήνωση οαεδ

Συνώνυμα: κατασκήνωση

στρατόπεδο

Μεταφράσεις: κατασκήνωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
camping, camp, campsites, campgrounds, campsite
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camping, acampada, campamento, campo, campo de, campamento de, el campamento
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
camping, Lager, Camp, Lagers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
camping, campement, camp, camp de, le camp, camps
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campeggio, campo, accampamento, campo di, camp
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acampamento, campo, campo de, camp, acampamento de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kamp, camping, camp, het kamp, leger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
турбаза, лагерь, лагеря, лагере, кемпинг, лагерем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
camp, leir, leiren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
camping, läger, lägret, camp
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
retkeily, leiri, leirin, leirintäaluetta, leiriin, leirillä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
camping, lejr, lejren, camp, campingplads
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stanování, kempování, táboření, kemp, tábor, camp
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biwakowanie, obozowanie, kemping, obóz, obozu, camp, namiotowe, campingi
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kempingezés, tábor, kemping, tábori, táborban, táborba
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamp, kampı, camp, kampında, bir kamp
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кемпінг, табір, табору
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kamp, kampi, kampit, kampin, kampi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къмпинг, лагер, лагера, лагери
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лагер, лягер, летнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
telkimine, laager, laagris, laagri, laagrisse, leeri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
logorovanje, kampiranje, kamp, kampova, kampovima, logor, kampovi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tjaldvagnar, Tjaldsvæðið, herbúðir, búðunum, búðum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stovyklavimas, stovykla, Camp, stovyklos, stovykloje, stovyklą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nometne, nometnes, nometnē, nometni, camp
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камп, логор, кампот, логорот, стана
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
camping, tabără, tabara, tabara de, tabără de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kamp, tabor, Camp, tabora
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kemp, kemping

Στατιστικά δημοτικότητας: κατασκήνωση

Τυχαίες λέξεις