Κηπουρός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κηπουρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hovenier, tuinier, tuinman, gardener, tuinder
Κηπουρός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κηπουρός

κηπουρός παυλίδης στίχοι, κηπουρός στίχοι, κηπουρός σκαι, κηπουρός του ουρανού, κηπουρόσ εργασία, κηπουρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κηπουρός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κηπουρική στα ολλανδικά - tuinieren, het tuinieren, gardening, tuin, Groenteteels
  • κηπουρικός στα ολλανδικά - tuinieren, tuinbouw-, tuinbouw, tuinbouwproducten, tuinbouwbedrijf, de tuinbouw
  • κηροζίνη στα ολλανδικά - lampolie, kerosine, petroleum, van kerosine, op kerosine
  • κηροπήγιο στα ολλανδικά - blaker, kandelaar, candlestick, kaars, kandelaar van, kandelaars
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hovenier, tuinier, tuinman, gardener, tuinder