Λέξη: μέτοχος

Σχετικές λέξεις: μέτοχος

βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος & επενδύσεις, μέτοχος επε ασφάλιση, μέτοχος στα αγγλικά, μέτοχος συνώνυμα

Συνώνυμα: μέτοχος

μέλος, εταίρος, μερίδια, μεριδιούχος, κάτοχος μετοχών

Μεταφράσεις: μέτοχος

μέτοχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shareholder, stockholder, shares, member, a shareholder

μέτοχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
accionista, accionistas, los accionistas, accionista de, socio

μέτοχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptaktionär, aktieninhaber, aktionär, Gesellschafter, Anteilseigner, Aktionär, Aktionärs

μέτοχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
actionnaire, porteur, partageant, actionnaires, associé, l'actionnaire

μέτοχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azionista, socio, azionisti, azionista di, dell'azionista

μέτοχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dividir, partir, accionista, acionista, acionistas, accionistas, sócio

μέτοχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandeelhouder, aandeelhouders, aandeelhouderswaarde, de aandeelhouders, aandeelhouder van

μέτοχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пайщик, акционер, акционером, акционеров, акционера

μέτοχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aksjonær, aksjeeier, aksjonæren

μέτοχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktieägare, aktieägaren, aktieägar, ägare, delägare

μέτοχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osakkeenomistaja, osakas, osakkeenomistajan, osakkeenomistajalla

μέτοχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktionær, aktionæren, aktionærer, aktionærerne

μέτοχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akcionář, podílník, akcionářem, akcionáře, akcionářů, vlastníkem

μέτοχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udziałowiec, akcjonariusz, wspólnik, akcjonariuszem, udziałowcem

μέτοχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részvényes, részvényesi, részvényese, tulajdonosi, részvényesek

μέτοχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hissedar, hissedarı, ortak, ortağı, ortaklık

μέτοχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пайовик, акціонер

μέτοχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesëtar, aksioner, aksionar, aksioneri, aksionari

μέτοχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акционер, акционерите, на акционерите, акционера

μέτοχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акцыянер, акцыянэр

μέτοχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktsionär, aktsionäri, aktsionärile, aktsionäril, osanik

μέτοχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
član, akcionar, dioničar, vlasnik, dioničara, dioniËar, dioničari

μέτοχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hluthafi, hluthafinn, hluthafa, eigandi

μέτοχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akcininkas, dalininkas, akcininkė, akcininkų, akcininko, akcininku

μέτοχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akcionārs, akcionāram, akcionāru, akcionāra

μέτοχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акционер, акционерот, сопственик, акционерите, акционери

μέτοχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acţionar, acționar, actionar, acționarilor, acționarul, de acționar

μέτοχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delničar, delničarja, družbenik, delničarka

μέτοχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akcionár, akcionára, akcionárom, akcionári
Τυχαίες λέξεις