Κριθαράκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κριθαράκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hok, orzo
Κριθαράκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κριθαράκι

κριθαράκι στο μάτι, κριθαράκι με γαρίδες, κριθαράκι συνταγή, κριθαράκι σούπα, κριθαράκι με κρέας, κριθαράκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κριθαράκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κριάρι στα ολλανδικά - ram, het RAM, de ram
  • κριθάρι στα ολλανδικά - gerst, gerst die, gerst in, van gerst
  • κριτήριο στα ολλανδικά - criterium, grootte, mate, maatstaf, normaal, norm, maatregel, ...
  • κριτής στα ολλανδικά - richter, oordelen, berechten, beoordelen, rechter, jurylid, keurmeester
Τυχαίες λέξεις
Κριθαράκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hok, orzo