Νεκρικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: νεκρικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doods, doodse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεκρικός
νεκρικός χορός, νεκρικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νεκρικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νεαρός στα ολλανδικά - jeugdigheid, jongeling, borst, kind, jongere, jongeheer, jong, ...
- νεκρανασταίνω στα ολλανδικά - doen herleven, reanimeren, te reanimeren, resuscitate, reanimeer
- νεκρολογία στα ολλανδικά - necrologie, doodsbrief
- νεκροταφείο στα ολλανδικά - begraafplaats, kerkhof, Cemetery, begraafplaats van, de begraafplaats
Τυχαίες λέξεις
Νεκρικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doods, doodse
Μεταφράσεις: doods, doodse