Λέξη: ικρίωμα

Σχετικές λέξεις: ικρίωμα

ικρίωμα ετυμολογία, ικρίωμα rack, προωθούμενο ικρίωμα, ικρίωμα σημαίνει, ικρίωμα ορισμός, ικρίωμα σκαλωσιά, ικρίωμα τι είναι, ικρίωμα wikipedia

Συνώνυμα: ικρίωμα

σκαλωσιά, πρόχειρη εξέδρα, σκηνοθέτηση, τρίποδο, στρίποδο, υπόβαθρο, σανίδωμα

Μεταφράσεις: ικρίωμα

ικρίωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scaffold, gallows, rack, scaffolding, the scaffold, support structure

ικρίωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horca, andamio, patíbulo, tablado, andamiaje, cadalso, andamios

ικρίωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerüst, schafott, galgen, baugerüst, Gerüst, Schafott, Gerüsts

ικρίωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échafaud, échafaudage, scène, gibet, charpente, potence, ossature, squelette, carcasse, échafaudages

ικρίωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ponteggio, impalcatura, patibolo, scaffold, palco

ικρίωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andaime, cadafalso, scaffold, de andaime, andaimes

ικρίωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schavot, steiger, stellage, scaffold, stelling

ικρίωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
козлы, эшафот, помост, виселица, плаха, помочи, леса, строительные леса, подмости

ικρίωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skafott, stillas, galge, stillaset, rullestillaset

ικρίωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
schavott, galge, byggnadsställning, scaffold, schavotten, ställnings, klätterställning

ικρίωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirsipuu, lava, rakennustelineet, rakennusteline, tukirakenteen, telineen, tukirakenne

ικρίωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stillads, stilladset, scaffold, skelet, skafottet

ικρίωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popraviště, kostra, konstrukce, lešení, šibenice, jeviště, skelet, scaffold

ικρίωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szafot, szkielet, estrada, szubienica, rusztowanie, rusztowania, rusztowań, scaffold

ικρίωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
épületállvány, vérpad, nyújtóállvány, állványzat, vesztőhely, állvány, scaffold, állványt

ικρίωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darağacı, iskele, iskelesi, iskeleti, skafold, inşaat iskelesi

ικρίωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шибениця, помочи, козли, цапи, плаха, ліси, лісу, риштування

ικρίωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tribunë, skela, arenë, skelë, podium ekzekutimi

ικρίωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бесилка, леса, скеле, платформа, скелет, скелето

ικρίωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лесу, лясы, леса

ικρίωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traallook, telling, võllas, tapalava, laudis, karkassi, tellingud, tellingu

ικρίωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vješala, tribina, skele, podij, stratište, gubilište, skela, kostur

ικρίωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scaffold

ικρίωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pastoliai, pastolių, pastolius, paaukštinimas

ικρίωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ešafots, sastatnes, sastatņu, Implants, Scaffold

ικρίωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скеле, губилиштето, губилиште, скелето, погубување

ικρίωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schelă, schele, schela, de schele, schelet

ικρίωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gradbeni oder, oder, scaffold, ogrodje, ogrodna

ικρίωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lešení, lešenie, lešenia
Τυχαίες λέξεις