Λέξη: λύτρα
Σχετικές λέξεις: λύτρα
νικηφόρου λύτρα, λύτρα σημασία, φρόσω λύτρα, λύτρα βασιλική, μάρως λύτρα, λύτρα μεταφραση, ιωάννα λύτρα, λύτρα μάρω, ρενάτα λύτρα, αργυρώ λύτρα
Συνώνυμα: λύτρα
εξαγορά, λύτρωση
Μεταφράσεις: λύτρα
λύτρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ransom, a ransom, ransoms, ransom of, a ransom of
λύτρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rescate, redimir, redención, de rescate, el rescate, un rescate, en rescate
λύτρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lösegeld, auslösen, Lösegeld, Lösegeldes, Lösegeld zu
λύτρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rédemption, rançonner, racheter, rachat, rançon, la rançon, une rançon, rançons
λύτρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
taglia, riscattare, riscatto, di riscatto, il riscatto
λύτρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fila, remir, resgate, de resgate, o resgate, ransom, resgatar
λύτρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afkopen, loskopen, vrijkopen, losgeld, losprijs, rantsoen, losgeld te, verzoening
λύτρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкуп, выкупа, выкупом, искупления, искупление
λύτρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løsepenger, løsepenge, gjenløsnings, løse, gissel
λύτρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lösen, lösensumma, ransom, gisslan, ransomen
λύτρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lunastaa, lunnaat, lunnaita, lunnaiksi, lunnaiden, ransom
λύτρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løsesum, løsepenge, gidsel, genløsningen, Genløsning
λύτρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vykoupení, výkupné, vykoupit, výkupného, výkupným
λύτρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykupić, okup, wykupywać, wykup, okupić, okupu, okupem, ransom
λύτρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
váltságdíj, váltságdíjat, váltságul, váltság, váltságdíjért
λύτρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fidye, Ransom, kefaret, fidye karşılığı bırakmak
λύτρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обшукує, викуп, викупу
λύτρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërblesë, haraç, shpërblim, shërbejë si shpërblim, t'i shërbejë si shpërblim
λύτρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вкуп, откуп, откупа, откупи, за откуп
λύτρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкуп
λύτρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lunaraha, lunaks, luna, lunahind, lunaraha maksma
λύτρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okajati, iskupiti, otkupiti, otkupnina, ucjena, otkup, ransom
λύτρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lausnargjald, lausnargjalds, frelsa
λύτρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpirka, išpirkos, išpirksiu, atpirkimas, okup
λύτρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpirkt, izpirkšanas maksa, izpirkuma maksa, izpirkšanas maksu, izpirkuma
λύτρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
откуп, откупнина, откупот, за откуп
λύτρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răscumpărare, de răscumpărare, rascumparare, răscumpărarea, preț de răscumpărare
λύτρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkupnina, ransom, odkupnine, odkupnino, za odkupnino
λύτρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výkupné, vykupne