Ομοφωνία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ομοφωνία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eenstemmigheid, eenparigheid van stemmen, unanimiteit, eenparigheid, unaniem
Ομοφωνία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομοφωνία

ομοφωνία στα αγγλικα, ομοφωνία συνώνυμο, πολυφωνία-ομοφωνία, ομοφωνία μουσική, ομοφωνία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομοφωνία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομοφυλοφιλία στα ολλανδικά - homoseksualiteit, homosexualiteit, Homosexuality, van homoseksualiteit, De homoseksualiteit
  • ομοφυλόφιλος στα ολλανδικά - monter, opgewekt, lustig, goedgehumeurd, vrolijk, goedgeluimd, homoseksueel, ...
  • ομπρέλα στα ολλανδικά - paraplu, parasol, overkoepelende, umbrella, overkoepelend
  • ομόλογος στα ολλανδικά - homologe, homoloog, homoloog is, homoloog zijn, van homologe
Τυχαίες λέξεις
Ομοφωνία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eenstemmigheid, eenparigheid van stemmen, unanimiteit, eenparigheid, unaniem