Παντόφλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: παντόφλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pantoffel, slof, slipper, muiltje, pantoffel van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντόφλα
παντόφλα του κασιδιάρη, ξύλο παντόφλα, παντόφλα slang, παντόφλα στα αγγλικά, παντόφλα πετσετέ, παντόφλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παντόφλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παντρεμένος στα ολλανδικά - gehuwd, getrouwd, trouwde, trouwen, huwde
- παντρεύομαι στα ολλανδικά - woensdag, trouwen, Woe, wo, Nagekeken verkoper
- πανωλεθρία στα ολλανδικά - treurspel, ramp, rampen, tragedie, onheil, catastrofe, debacle, ...
- πανωφόρι στα ολλανδικά - overjas, jas, deklaag, overcoat, mantel
Τυχαίες λέξεις
Παντόφλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pantoffel, slof, slipper, muiltje, pantoffel van
Μεταφράσεις: pantoffel, slof, slipper, muiltje, pantoffel van