Παντόφλα στα δανικά

Μετάφραση: παντόφλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tøffel, sko, slipper, tøflen, hjemmesko
Παντόφλα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παντόφλα

παντόφλα του κασιδιάρη, ξύλο παντόφλα, παντόφλα slang, παντόφλα στα αγγλικά, παντόφλα πετσετέ, παντόφλα λεξικό γλώσσας δανικά, παντόφλα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παντρεμένος στα δανικά - gift, giftede, giftede sig, gift med, blev gift
  • παντρεύομαι στα δανικά - wed, ons, on, onsdag
  • πανωλεθρία στα δανικά - tragedie, ulykke, katastrofe, fiaskoen, sammenbrud, fiasko, sammenbruddet
  • πανωφόρι στα δανικά - frakke, overfrakke, overtræk, overcoating, overcoat
Τυχαίες λέξεις
Παντόφλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tøffel, sko, slipper, tøflen, hjemmesko