Πεζούλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεζούλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drempel, schoorsteenmantel, mantel, afdekplaat, schouw, schoorsteen mantel
Πεζούλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεζούλι

πεζούλι english, πεζούλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεζούλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεζοπορία στα ολλανδικά - wandelen, lopen, wandeling, loop, te lopen
  • πεζούλα στα ολλανδικά - bank, zitbank, bankje, bench, de bank
  • πεζόδρομος στα ολλανδικά - voetpad, trottoir, bestrating, stoep, wegdek, plaveisel, voetganger, ...
  • πεζός στα ολλανδικά - voetganger, voetgangers, voetgangersgebied, verkeersvrije, voetgangerszone
Τυχαίες λέξεις
Πεζούλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drempel, schoorsteenmantel, mantel, afdekplaat, schouw, schoorsteen mantel