Λέξη: συνεσταλμένος
Σχετικές λέξεις: συνεσταλμένος
συνεσταλμένοσ συνώνυμα
Συνώνυμα: συνεσταλμένος
ντροπαλός, ακοινώνητος, άτολμος, ελλιπής, δειλός, μετριόφρων, σεμνός
Μεταφράσεις: συνεσταλμένος
συνεσταλμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shy, timid, contracted, modest, a timid
συνεσταλμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tímido, espantadizo, vergonzoso, tímida, tímidos, tímidas, timidez
συνεσταλμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüchtern, ängstlich, zaghaft, scheu, schüchterne
συνεσταλμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
timide, craintif, réservé, timoré, prudent, lancer, projection, empêtré, rejeter, jet, peureux, faible, lancement, jeter, ficher, appréhensif, timides, timidité, craintive
συνεσταλμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timido, timoroso, timida, timidi, timide
συνεσταλμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
timorato, obturador, tímido, horário, tímida, tímidos, tímidas, timidez
συνεσταλμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevangen, bang, bedeesd, benepen, beschroomd, timide, verlegen, schuw, vreesachtig, schroomvallig, blo, schuchter, schuchtere, schuwe
συνεσταλμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оробелый, стеснительный, нерешительный, застенчивый, пугаться, пугливый, конфузливый, стыдливый, боязливый, осторожный, несмелый, робкий, робким, робкие, робкая, робки
συνεσταλμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryktsom, blyg, engstelig, sky, sjenert, lettskremte, engstelige
συνεσταλμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blyg, rädd, skygg, kasta, blyga, blygsamma, skygga
συνεσταλμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vajaa, kaino, vauhko, säpsähtää, ujo, pelokas, säikky, arka, arkoja, varovainen, varovaisia, vaatimattomia
συνεσταλμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bange, genert, sky, frygtsom, tilbageholdende, frygtsomme
συνεσταλμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ulekaný, opatrný, bojácný, stydlivý, plachý, ostýchavý, nesmělý, hod, ustrašený, bázlivý, vrh, skromný, hodit, plachá
συνεσταλμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trwożliwy, trwożny, płochliwy, wstydliwy, nieśmiały, rzucać, pierzchliwy, lękliwy, słaby, bojaźliwy, ostrożny, strachliwy
συνεσταλμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbokrosodás, elfutó, félénk, bátortalan, félénkek, félénken
συνεσταλμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekingen, utangaç, ürkek, korkak, ürkek bir
συνεσταλμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полохливий, лякатися, боязкий, кидок, лякатись, несміливий, боязка, боязке, сором'язливий
συνεσταλμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i turpshëm, turpshëm, vjen turp, ndrojtur, i vjen turp
συνεσταλμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плах, плахи, плахо, плаха, притеснителен
συνεσταλμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нясмелы, кволы, баязлівы, сарамлівы, непалахлівы
συνεσταλμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uje, häbelik, pelglik, arglik, kartlik, kartlikke
συνεσταλμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plašljiv, neodlučan, bojažljiv, stidljiv, hitac, povučen, plašljivi, plah
συνεσταλμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
feiminn, fælinn, huglítill
συνεσταλμένος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
timidus
συνεσταλμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baimingas, nedrąsus, baikštus, bailus, nedrąsiai
συνεσταλμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kautrīgs, kautrīgi, bikls, bailīgi
συνεσταλμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срамежливи, срамежливо, кротко, плашлив, срамежлив
συνεσταλμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfios, timid, timidă, timide, timizi, timida
συνεσταλμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plašen, plašna, plahe, plašni, timid
συνεσταλμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ostýchavý, nesmelý, plachý
Τυχαίες λέξεις