Πελάτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: πελάτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klant, cliënt, koper, afnemer, klanten, de klant, klantenservice
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πελάτης
πελάτης ετυμολογία, πελάτης πελάτισσα, πελάτης europhone banking, πελάτης ολυμπιακού, πελάτης λεξικό, πελάτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πελάτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πειστήριο στα ολλανδικά - drukproef, adstructie, teken, bewijs, tentoonstellen, inzending, bewijsstuk, ...
- πειστικός στα ολλανδικά - afdoend, overtuigend, overtuigende, overtuigen, overtuigender, overtuigt
- πελέκι στα ολλανδικά - hakbijl, bijl, chipper, versnipperaar, hakselaar, Hakselaars, Hakmachine
- πελαργός στα ολλανδικά - ooievaar, Stork, van Stork, ooievaars, ooievaar van
Τυχαίες λέξεις
Πελάτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klant, cliënt, koper, afnemer, klanten, de klant, klantenservice
Μεταφράσεις: klant, cliënt, koper, afnemer, klanten, de klant, klantenservice