Koper στα ελληνικά

Μετάφραση: koper, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελάτης, χαλκός, αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
Koper στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • koortsig στα ελληνικά - πυρετώδης, εμπύρετος, εμπύρετων, πυρετώδη, πυρετώδεις
  • kop στα ελληνικά - κεφάλι, επικεφαλίδα, φλιτζάνι, ηγούμαι, πορεία, κεφαλή, κεφαλής, ...
  • koperen στα ελληνικά - χαλκός, χαλκού, χαλκό, του χαλκού, ο χαλκός
  • kopij στα ελληνικά - αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Τυχαίες λέξεις
Koper στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελάτης, χαλκός, αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών