Πια στα ολλανδικά

Μετάφραση: πια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
langer, meer, niet meer, niet langer
Πια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πια

ποια εισαι εσυ, ποια παιδια, πια γραμματικη αναγνωριση, ποια ειναι αυτα, ποια ταινια, πια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πιέζω στα ολλανδικά - hangkast, persen, aandrukken, jachten, pers, aandringen, knellen, ...
  • πιέτα στα ολλανδικά - plooi, tuck, opgetrokken, tast, de Plooi
  • πιανίστας στα ολλανδικά - pianist, pianiste, de pianist
  • πιατέλα στα ολλανδικά - schaal, grammofoonplaat, schotel, plateau, platter, plateautje
Τυχαίες λέξεις
Πια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: langer, meer, niet meer, niet langer