Langer στα ελληνικά
Μετάφραση: langer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πια, πλέον, μακρύτερα, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lang στα ελληνικά - ψηλόλιγνος, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- langdurigheid στα ελληνικά - μήκος
- langoest στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
- langs στα ελληνικά - κατά μήκος, μαζί, μήκος, κατά μήκος της
Τυχαίες λέξεις
Langer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πια, πλέον, μακρύτερα, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη
Μεταφράσεις: πια, πλέον, μακρύτερα, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη