Ποίηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: ποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dichtkunst, poëzie, Poetry, gedichten, de poëzie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποίηση
ποίηση ελύτης, ποίηση για την άνοιξη, ποίηση είναι, ποίηση μπογδάνου, ποίηση ελύτη, ποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποίηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πνιγηρός στα ολλανδικά - sluiten, nabij, toedoen, besluiten, dichtmaken, naast, dichtdoen, ...
- ποίημα στα ολλανδικά - gedicht, vers, dichtwerk, gedicht van, het gedicht
- ποδήλατο στα ολλανδικά - tweewieler, motor, rijwiel, fiets, motorfiets, fietsen, de fiets, ...
- ποδηλάτης στα ολλανδικά - fietser, coureur, wielrenner, fietsers, renner
Τυχαίες λέξεις
Ποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dichtkunst, poëzie, Poetry, gedichten, de poëzie
Μεταφράσεις: dichtkunst, poëzie, Poetry, gedichten, de poëzie