Πονηριά στα ολλανδικά

Μετάφραση: πονηριά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluw, sluwheid, listig, geslepenheid, listigheid
Πονηριά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πονηριά

πονηριά συνώνυμα, γυναικεία πονηριά, πονηριά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πονηριά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πομπός στα ολλανδικά - afzender, verzender, zender, transmitter, de zender, borstband
  • πομπώδης στα ολλανδικά - bombastisch, hoogdravend, bombastische, hoogdravende, bombast
  • πονηρός στα ολλανδικά - uitgeslapen, schattig, sluw, doortrapt, aardig, gewiekst, schalks, ...
  • πονοκέφαλος στα ολλανδικά - hoofdpijn, hoofd pijn
Τυχαίες λέξεις
Πονηριά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sluw, sluwheid, listig, geslepenheid, listigheid