Λέξη: ρώμη
Σχετικές λέξεις: ρώμη
ρώμη ταξίδι, ρώμη ανοχύρωτη πόλη, ρώμη πληροφορίες, ρώμη φλωρεντία, ρώμη προσφορές, ρώμη χάρτης, ρώμη φιουμιτσίνο, ρώμη καιρός, ρώμη φαγητό, ρώμη ξενοδοχεία, ρωμη
Συνώνυμα: ρώμη
σθένος, σφρίγος, ενεργητικότητα, δύναμη, ακμαιότητα, ισχύς, στερεότητα, στερεότης, ευρωστία, αντοχή
Μεταφράσεις: ρώμη
ρώμη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strength, Rome, vigor, lustiness, lustriness
ρώμη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
poder, fuerza, Roma, rome, de Roma, en Roma
ρώμη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kraft, festigkeit, macht, gewalt, lebensdauer, spezialität, feldstärke, ausdauer, haltbarkeit, stärke, dauerhaftigkeit, Rom, rome, Roms, in Rom, von Rom
ρώμη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tramway, puissance, spécialité, constance, sève, grosseur, autorité, solidité, pouvoir, endurance, grandeur, résistance, intensité, force, Rome, de Rome, à Rome
ρώμη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
resistenza, vigore, potenza, forza, Roma, rome, di Roma, a roma
ρώμη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigor, intensidade, compartimento, poder, força, forca, especialidade, Roma, rome, de Roma, em Roma
ρώμη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
macht, branche, tak, vak, afdeling, kracht, sterkte, Rome, van Rome, roma, in Rome, reis rome
ρώμη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устойчивость, численность, крепость, плотность, сопротивление, сил, прочность, сила, мощь, интенсивность, неприступность, Рим, Риме, Rome, Рима, в Риме
ρώμη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
styrke, kraft, makt, Roma, Rome, i Roma, Romas
ρώμη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Rom, rome, Roms, i Rom
ρώμη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kestävyys, erikoisala, pakko, valta, väkevyys, puhti, teho, voimakkuus, voima, yty, Rooma, rome, Rooman, Roomassa, Roomaan
ρώμη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
styrke, Rom, rome, Roms, i Rom
ρώμη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
moc, síla, intenzita, pevnost, trvanlivost, vytrvalost, Řím, Rome, říma, Římský, Roma
ρώμη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stan, potęga, siła, rozciąganie, stężenie, wytrzymałość, moc, Rzym, rome, rzymu, Rzymie, Roma
ρώμη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állomány, Róma, rome, rómába, Rómában, Római
ρώμη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellik, kudret, şiddet, kuvvet, takat, güç, Roma, rome
ρώμη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неприступність, чисельність, сила, твердість, Рим, рім, Риму, мо, Рима
ρώμη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
force, forcë, Roma, Romë, Rome, Romës, ashkali të
ρώμη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сила, мощ, Рим, Rome, Римския, Римската
ρώμη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Рым
ρώμη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõud, tugevus, Rooma, rome, Roomas, on Roomas
ρώμη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žilavost, jakost, čvrstoća, otpornost, sposobnost, Rim, rome, rimu, Rima, u Rim
ρώμη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afl, kraftur, Rome, Róm, í Róm
ρώμη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vis
ρώμη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Roma, rome, Romos, Romoje
ρώμη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spēks, vara, Roma, rome, Romas, Romā
ρώμη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
силата, Рим, Римскиот, во Рим, на Рим
ρώμη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trie, forţă, Roma, rome, Romei, la Roma
ρώμη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
síla, Rim, Rome, Rimu, Rimska, Rimski
ρώμη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sila, rím, Rim, rím., rímskeho, Řím