Προφανώς στα ολλανδικά
Μετάφραση: προφανώς, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijkbaar, duidelijk, klaarblijkelijk, kennelijk, uiteraard
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προφανώς
προφανώς συνώνυμο, προφανώς η πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες, προφανώς θα αδυνατίσω, προφανώς traduction, προφανώσ η πηνελόπη ήταν ηλίθια, προφανώς λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προφανώς στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προφίλ στα ολλανδικά - karakterschets, profiel, Profiel bekijken, het profiel, profileren, Profiel van
- προφανής στα ολλανδικά - klaarblijkelijk, puur, uitgesproken, zuiver, vertoonbaar, duidelijk, kennelijk, ...
- προφυλακτήρας στα ολλανδικά - stootkussen, bumper, buffer, bumpersticker, bumperstickers, de bumper
- προφύλαξη στα ολλανδικά - voorzorg, voorzorgsmaatregel, voorzorgsmaatregelen, voorzorgen, uit voorzorg
Τυχαίες λέξεις
Προφανώς στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: blijkbaar, duidelijk, klaarblijkelijk, kennelijk, uiteraard
Μεταφράσεις: blijkbaar, duidelijk, klaarblijkelijk, kennelijk, uiteraard