Λέξη: περιφερειακός

Σχετικές λέξεις: περιφερειακός

περιφερειακός βόλου, περιφερειακός τύπος, περιφερειακός σύνδεσμος φορέων διαχείρισης στερεών αποβλήτων κεντρικής μακεδονίας, περιφερειακός θεσσαλονίκης κάμερες, περιφερειακός καλαμάτας, περιφερειακός ατύχημα, περιφερειακός σύμβουλος, περιφερειακός κατερίνης, περιφερειακός translate, περιφερειακός θεσσαλονίκης

Συνώνυμα: περιφερειακός

τοπικός, χωρικός, περιθωριακός, περιμετρικός

Μεταφράσεις: περιφερειακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peripheral, regional, district, a regional, Provincial
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
periférico, regional, regionales, regional de, región
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezentral, peripherieeinheit, peripheriegerät, regional, regionalen, regionale, regionaler
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
périphérique, marginal, régional, régionale, régionales, régionaux, région
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regionale, regionali, regione, regionale di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
periférico, revista, regional, regionais, regional de, região
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
randapparatuur, regionaal, regionale, de regionale, regio, van regionale
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
периферийный, второстепенный, окружной, частный, периферический, региональный, регионального, региональная, региональной, региональном
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regional, regionale, regionalt, regionen, i regionen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regionalt, regionala, regional, den regionala
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oheislaite, alueellinen, alue-, alueellisten, alueellisen, alueellisia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regional, regionale, regionalt, den regionale, det regionale
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okrajový, regionální, pro regionální, regionálních, regionálním, regionálního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
peryferyjny, obwodowy, marginesowy, uboczny, obrzeżny, peryferyczny, regionalny, regionalnym, regionalna, regionalnej, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
környéki, periférikus, perifériás, periferikus, regionális, a regionális, területi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bölgesel, bölge, yöresel, bölgesel bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окружною, окружної, регіональний, регіональна, регіонального
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rajonal, rajonale, rajonale e, regjional, regjionale
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
периферийния, областен, регионално, регионална, регионалното, регионалната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэгіянальны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väline, perifeerne, piirkondlik, piirkondlike, piirkondliku, piirkondlikul, piirkondlikud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
periferni, vanjski, periferijski, regionalne, regionalni, regionalna, regionalnu, regionalno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svæðisbundin, svæðisbundnum, svæðinu, Regional, svæðisbundið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
regioninis, regioninė, regioninės, regioniniu, regioninio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reģionāls, reģionālā, reģionālās, reģionālo, reģionālais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
регионално, регионални, регионалните, регионален, регионална
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
periferic, regional, regională, regionale, regionala
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
periferní, regionalno, regionalni, regionalna, regionalne, regionalnih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okrajový, regionálne, regionálnej, regionálna, regionálny, regionálnu

Στατιστικά δημοτικότητας: περιφερειακός

Τυχαίες λέξεις