Ρούχα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρούχα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kledingstuk, kleding, kleren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχα
ρούχα εγκυμοσύνης, ρούχα για παχουλές, ρούχα online, ρούχα βανδή, ρούχα μεγάλα μεγέθη, ρούχα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρούχα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ροχαλίζω στα ολλανδικά - ronken, knorren, snurken, snorken, gesnurk, snore, snurk, ...
- ρούμι στα ολλανδικά - wonderlijk, vreemdsoortig, rum, eigenaardig, gek, raar, bizar, ...
- ρούχο στα ολλανδικά - gewaad, kledingstuk, doek, stof, doekje, stoffen, laken
- ρυάκι στα ολλανδικά - beek, stroom, kreek, huidig, loop, waterloop, stroming, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρούχα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kledingstuk, kleding, kleren
Μεταφράσεις: kledingstuk, kleding, kleren