Λέξη: μεγαλοποιώ

Συνώνυμα: μεγαλοποιώ

υπερβαίνω, υπερβάλλω

Μεταφράσεις: μεγαλοποιώ

μεγαλοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
magnify, overdraw, exaggerate, overstate

μεγαλοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engrandecer, agrandar, girar en descubierto, sobregirar, sobregira, sobregire, sobregirarse

μεγαλοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertreiben, vergrößern, überziehen, overdraw, zu überziehen, überzeichnen

μεγαλοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exagérer, magnifiez, augmenter, amplifier, accroître, redoubler, agrandir, renforcer, magnifier, grossir, aggraver, magnifient, magnifions, dépasser son crédit, à découvert, découvert sur, overdraw, un découvert

μεγαλοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingrandire, esagerare, overdraw, amplificare, overdraw il, prelevare in scoperto

μεγαλοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magnífico, aumentar, exagerar, overdraw, sacar a descoberto, sacar acima do saldo

μεγαλοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overdisponeren, overdrijven, overdraw, rood te staan, rood te

μεγαλοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гиперболизировать, усугубить, восхвалять, приумножать, преувеличивать, усугублять, увеличить, приумножить, увеличивать, превышать, овердрафт, перерасходовать, превышать кредит

μεγαλοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forøke, overtrekk, overdraw, draw, overtrekk på, likviditetstrekkrettighet

μεγαλοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förstora, övertrassera, overdraw, överskrida tillgångarna, rita över

μεγαλοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suurennella, ylentää, paisutella, liioitella, karikoida, ylittää tilinsä

μεγαλοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overdraw, overtrækker, overtegne, I overtrækker

μεγαλοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zveličovat, zvětšit, zvětšovat, zesilovat, přehánět, zveličit, překročit, přečerpat, přečerpávat, přečerpat zůstatek, přečerpat zůstatek na

μεγαλοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyolbrzymić, powiększać, powiększyć, wzmacniać, wyolbrzymiać, nadbierać, overdraw, przejaskrawiać, przekoloryzować w opisie, przekraczać konto

μεγαλοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túloz, overdraw, túlkarikíroz

μεγαλοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyütmek, abartarak anlatmak, germek, fazla para, overdraw, Fazladan çizim

μεγαλοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшує, перебільшувати

μεγαλοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zmadhoj, tërheq nga banka më shumë se ç'kam

μεγαλοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
увеличилата, превишавам кредита си, превишавам кредита, надхвърлят собствените

μεγαλοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перабольшваць

μεγαλοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurendama, võimendama, Karikoida, Liialdama, Ületab konto

μεγαλοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uveličati, povećati, uvećavati, prekoračiti, suviše vući

μεγαλοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overdraw

μεγαλοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pereikvoti, Viršyti, perdėti, Viršyti kreditą, Nadbierać

μεγαλοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārspīlēt

μεγαλοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекорачи

μεγαλοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umfla, supraexcita, exagera, supraîncărca, elibera fără acoperire

μεγαλοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Preseganja

μεγαλοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekročiť, presiahnuť, presahovať, prevýšiť
Τυχαίες λέξεις