Λέξη: λουκάνικο

Σχετικές λέξεις: λουκάνικο

λουκάνικο χωριάτικο θερμίδες, λουκάνικο στη λαδόκολλα με λαχανικά, λουκάνικο με πατάτες στο φούρνο, λουκάνικο με πράσο, λουκάνικο χωριάτικο, λουκάνικο στο φούρνο, λουκάνικο τσορίθο, λουκάνικο θερμίδες, λουκάνικο συνταγές, λουκάνικο γαλοπούλας θερμίδες

Μεταφράσεις: λουκάνικο

λουκάνικο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sausage, sausages, of sausage, sausage is

λουκάνικο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salchicha, chorizo, salchichas, la salchicha, embutido

λουκάνικο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bratwurst, bockwurst, wurst, Wurst, Würstchen, sausage

λουκάνικο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cervelas, saucisson, saucisse, andouille, saucisses, la saucisse, des saucisses

λουκάνικο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salsiccia, salsicce, salsiccia di, sausage, la salsiccia

λουκάνικο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salsicha, pires, linguiça, lingüiça, sausage, salsichas

λουκάνικο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beuling, worst, worstjes, sausage, worsten, worst van

λουκάνικο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сарделька, колбаса, сосиска, колбасы, колбасу, сосиски, колбасой

λουκάνικο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pølse, pølser, pølsen

λουκάνικο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korv, korven

λουκάνικο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lenkkimakkara, makkara, makkaraa, makkaran, sausage, ja makkaraa

λουκάνικο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pølse, pølser, pølsen, sausage

λουκάνικο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vuřt, párek, salám, uzenka, klobása, uzeniny, uzenina, klobásové

λουκάνικο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
parówka, podgardlanka, kiełbaska, kiełbasa, kiełbaski, wędlina, sausage, kiełbasy, kiełbas

λουκάνικο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kolbász, kolbászt, kolbásszal, kolbásztermékek, kolbászok

λουκάνικο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sosis, sucuk, sausage, sucukları

λουκάνικο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковбаса, сосиска, колбаса

λουκάνικο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sallam, suxhuk, sallam i, sallami, salsiçe

λουκάνικο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колбаса, наденица, колбаси, колбас, колбасарско, салам

λουκάνικο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каўбаса, кілбаса, колбаса

λουκάνικο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vorstike, vorst, vorsti, sausage, vorsttooteid, vorstid

λουκάνικο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćevap, kobasica, kobasice, kobasicu, kobasicama, kobasica koja

λουκάνικο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bjúga, pylsa, pylsur, pylsan, pylsum, pylsu

λουκάνικο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dešrelė, dešra, dešros, dešrų, dešrelės

λουκάνικο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cīsiņš, desa, desu, desas, desiņas

λουκάνικο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колбасот, колбас, колбаси, за колбаси, на колбас

λουκάνικο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârnat, mezeluri, cârnați, pentru mezeluri, carnati

λουκάνικο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klobasa, hrenovka, klobása, klobase, sausage, klobaso, klobas

λουκάνικο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klobása, klobásy

Στατιστικά δημοτικότητας: λουκάνικο

Τυχαίες λέξεις