Σίχαμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σίχαμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschrikking, gruweldaad, afschuw, weerzin, gruwel, walging, afschrik, verfoeisel, een gruwel, walg, gruwel is
Σίχαμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σίχαμα

μπασκετικό σίχαμα, σίχαμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σίχαμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σίγουρος στα ολλανδικά - zelfbewust, bepaald, verzekerd, zelfverzekerd, stellig, vaststaand, gewis, ...
  • σίκαλη στα ολλανδικά - rogge, van rogge, voor rogge
  • σαΐτα στα ολλανδικά - shuttle, pendeldienst, pendeldienst van, pendeldienst naar, pendeldienst van en naar
  • σαβουρώνω στα ολλανδικά - ballast, savourono
Τυχαίες λέξεις
Σίχαμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verschrikking, gruweldaad, afschuw, weerzin, gruwel, walging, afschrik, verfoeisel, een gruwel, walg, gruwel is