Gruwel στα ελληνικά
Μετάφραση: gruwel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρίκη, απέχθεια, σίχαμα, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
Μεταφράσεις
- gruiswal στα ελληνικά - είδος χνουδωτού υφάσματος, σωροί λίθων στους πρόποδες παγόβουνου, Moraine, λιθώνες, Το Moraine
- gruizelen στα ελληνικά - θρυμματίζω, κονιοποιώ, κονιορτοποιώ, κονιορτοποιούσαν, κονιορτοποιήσουμε, κονιοποιούν
- gruweldaad στα ελληνικά - απέχθεια, σίχαμα, φρίκη, θηριωδία, φρικαλεότητα, αγριότητα, θηριωδίας, ...
- gruwelijk στα ελληνικά - εναγής, αποκρουστικός, οδυνηρός, απαίσιος, φοβερός, τρομερός, αλγεινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Gruwel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρίκη, απέχθεια, σίχαμα, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
Μεταφράσεις: φρίκη, απέχθεια, σίχαμα, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία